- υπαρπάζω
- Αιων. τ. βλ. υφαρπάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υφαρπάζω — ὑφαρπάζω ΝΑ, και ιων. τ. ὑπαρπάζω Α [ἁρπάζω] 1. αρπάζω κάτι επιτήδεια και κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω 2. μτφ. αποσπώ ή επιτυγχάνω κάτι από κάποιον με έντεχνο τρόπο χωρίς να τού δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη συγκατάθεση τού … Dictionary of Greek